σολωμικός

σολωμικός
-η, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται στον ποιητή Διονύσιο Σολωμό
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο σολωμικός, η σολωμική
μιμητής τής ποιητικής τεχνοτροπίας τού Σολωμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σολωμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σολωμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ποιητή Διον. Σολωμό: Ο Πολυλάς συνέχισε τη σολωμική παράδοση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”